γλωσσοδίφης

γλωσσοδίφης
ο
αυτός που ερευνά ειδικά γλωσσικά προβλήματα και φαινόμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -δίφης < διφώ «ερευνώ» (πρβλ. αρχαιοδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης). Η λ. μαρτυρείται στον Δημ. Αλ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλωσσοδίφης — ο επιστήμονας που μελετά σύγχρονες ή νεκρές γλώσσες, γλωσσολόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρχαιοδίφης — ο αυτός που ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της αρχαιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + δίφης < διφώ «ερευνώ» (πρβλ. γλωσσοδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης). Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Πληθωνίδη] …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”